- μύρμηγκας
- οτο μυρμήγκι (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μύρμηγκας — και μέρμηγκας, ο (Μ μύρμηγκας και μέρμηγκας και μούρμουργκας) μυρμήγκι νεοελλ. μεγάλο μυρμήγκι μσν. στον πληθ. oἱ μύρμηγκες η ελμινθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
μέρμηγκας — ο [μερμήγκι] βλ. μύρμηγκας … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek